ιππογνώμων

ιππογνώμων
ἱππογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους
2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο-γνώμων, προβατο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱππογνώμων — judging well of horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππογνώμονα — ἱππογνώμων judging well of horses neut nom/voc/acc pl ἱππογνώμων judging well of horses masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππογνώμονας — ἱππογνώμων judging well of horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππογνώμοσι — ἱππογνώμων judging well of horses dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”